αντίριμα

αντίριμα
το
1. δεύτερος βλαστός, παραβλάσταρο, κωλορίζι
2. πληθ. αντιρίματα
ξερόκλαδα από γέρικα δέντρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντιρίμι — το 1. αντιστύλι, υποστήριγμα 2. το αντίριμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”